πύκτας

πύκτας
πύκτᾱς , πύκτης
boxer
masc acc pl
πύκτᾱς , πύκτης
boxer
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πύκτης — και δωρ. τ. πύκτας, ὁ, Α 1. πυγμάχος 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος στους Δελφούς ως προστάτη τών αγώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”